ἐξαγωγίμους

ἐξαγωγίμους
ἐξαγώγιμος
exportable
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξαγώγιμος — η, ο (Α ἐξαγώγιμος, ον) [εξαγωγή] (για εμπορεύματα) ο κατάλληλος για εξαγωγή αρχ. 1. (για λαό) αυτός που μεταναστεύει συχνά 2. ο χρήσιμος για εξαγωγή («τὰς ἐξαγωγίμους τῶν ὑδάτων τάφρους», Δίον. Αλ.) 3. (το ουδ, πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξαγώγιμα τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”